- πεντακοσάρι
- το ассигнация достоинством в пятьсот драхм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντακοσάρι, το — και ικο 1. χαρτονόμισμα 500 ευρώ. 2. φιάλη 500 δραμιών, αλλιώς πεντακοσάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντακοσάρι — και πεντακοσάρικο, το 1. χαρτονόμισμα αξίας πεντακοσίων δραχμών 2. η πεντακοσάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντακοσάρι < πεντακόσ ια + κατάλ. άρι (πρβλ. πενηντ άρι, τρι άρι).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντακοσάρικο είναι ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ.… … Dictionary of Greek
πεντακοσάρα — η 1. φιάλη νερού, κρασιού ή λαδιού χωρητικότητας πεντακοσίων δραμιών, πεντακοσάρι 2. (ιδιωμ.) μοτοσυκλέτα με κινητήρα 500 κυβικών εκατοστομέτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσ ια + κατάλ. άρα (πρβλ. δεκ άρα)] … Dictionary of Greek
πεντακοσάρικο — το βλ. πεντακοσάρι … Dictionary of Greek